πλασματογράφος

πλασματογράφος
ὁ, ΜΑ
αυτός που γράφει λόγους σχετικά με πιθανές, μη πραγματικές περιπτώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάσμα, -ατος + -γράφος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πλασματογράφος — writer of speeches for possible masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλασματογράφοι — πλασματογράφος writer of speeches for possible masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλασματογράφοις — πλασματογράφος writer of speeches for possible masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλασματογραφώ — έω, Μ [πλασματογράφος] είμαι πλασματογράφος*, γράφω λόγους σχετικά με φανταστικά, ανύπαρκτα θέματα …   Dictionary of Greek

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”